άφεντο σκυλί — бездомная собака
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφέντος — ἀφίημι send forth aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκασμός — ο (Α μηκασμός) [μηκάζω] η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek